- -άδαινα
- νεοελληνική ανδρωνυμική κατάληξη, θηλυκό ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. την ανδρωνυμ. επαγγελμ. κατάληξη -ού: μυλωνάς - μυλωνού, κοσκινάς - κοσκινού κ.λπ.), π.χ. η σύζυγος τού γαλατά, γαλατάδαινατού αμαξά, αμαξάδαινα κ.λπ. Αναλογικά χρησιμοποιήθηκε η κατάληξη για δήλωση τής συζύγου, όταν το όνομα τού ανδρός λήγει σε -ας, π.χ. Κοσμάς - Κοσμάδαινα, Μηνάς - Μηνάδαινα κ.λπ. Η κατάληξη -άδαινα είναι επαυξημένη μορφή τής καταλήξεως -αινα* και σχηματίστηκε από το περιττοσύλλαβο θέμα (τού πληθ.) τών αντίστοιχων ανδρικών ονομάτων: αμαξάς - αμαξάδες - αμαξάδαινα.
Dictionary of Greek. 2013.